- ἀνεπάλλακτα
- ἀνεπάλλακτοςnot alternatingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεπάλλακτος — ἀνεπάλλακτος, ον (Α) [επαλλάσσω] εκείνος που έχει κάτι σε συνεχή σειρά και όχι εναλλάξ «ἀνεπάλλακτα ζῶα» ‘ τα ζῶα με διάταξη των δοντιῶν τέτοια ὥστε, ὅταν κλείνουν οι σιαγόνες, να εφάπτεται η επάνω σειρὰ με την κάτω σε αντίθεση προς τα… … Dictionary of Greek